- απόκλιμα
- ἀπόκλιμα, το (Α) [αποκλίνω]1. η κατηφοριά2. το σημείο που δύουν οι αστερισμοί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόκλιμα — a slope neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλιμάτεσσιν — ἀπόκλιμα a slope neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλιμάτων — ἀπόκλιμα a slope neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίμασι — ἀπόκλιμα a slope neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίμασιν — ἀπόκλιμα a slope neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίματα — ἀπόκλιμα a slope neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίματι — ἀπόκλιμα a slope neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλίματος — ἀπόκλιμα a slope neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)